- ταΐστρα
- ησακούλι με τροφή (ταγή) των ζώων το οποίο κρεμιέται από το κεφάλι τους, ταγάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταΐστρα — και ταγίστρα, η, Ν το τάγιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταΐζω / ταγίζω + επίθημα τρα (πρβλ. ποτίσ τρα)] … Dictionary of Greek
ταγίστρα — η, Ν βλ. ταΐστρα … Dictionary of Greek
ταγάρι — το ιού 1. σακούλι από χοντρό εγχώριο μάλλινο ύφασμα πολύχρωμο, που το κρεμούν οι χωρικοί από τον ώμο όταν οδοιπορούν, ντουρβάς: Έχει φαγώσιμα μες στο ταγάρι του για δυο μέρες. 2. σακούλι απ όπου τα ζώα τρώνε την τροφή (ταγή) τους, ταΐστρα: Βάλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)